- καπάτσος
- -α, -ο(λ. ιταλ.), επιδέξιος, επιτήδειος, καταφερτζής: Δεν είναι πολύ εργατικός, είναι όμως καπάτσος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπάτσος — α, ο ο ικανός να πετυχαίνει και να επωφελείται όχι με τη δική του αξία αλλά με επιτηδειότητα, επιτήδειος, καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capace] … Dictionary of Greek
επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ … Dictionary of Greek
καπατσοσύνη — η [καπάτσος] η επιτηδειότητα, η δεξιότητα … Dictionary of Greek
καταφερτζής — ὁ θηλ. καταφερτζού αυτός που επιδιώκει κάτι και τό επιτυγχάνει με οποιοδήποτε μέσο, επιτήδειος, επιδέξιος, καπάτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταφερ τού καταφέρνω (πρβλ. αόρ. κατάφερ α) + κατάλ. τζής / τζού (πρβλ. γκαφα τζής, κουλουρ τζής)] … Dictionary of Greek
μάγκας — ο, θηλ. μάγκισσα 1. (το αρσ.) (κατά την τουρκοκρατία και κατά την επανάσταση τού 1821) άτακτος στρατιώτης που ανήκε σε μια μάγκα 2. (στο παρελθόν) νέος χωρίς βιοποριστικό επάγγελμα που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και… … Dictionary of Greek
μαγκιόρος — και μαγκιώρος, ο, θηλ. μαγκιόρα και μαγκιόρισσα ο ικανός να επιτυγχάνει ακόμη και στις πιο δύσκολες υποθέσεις, επιδέξιος, καπάτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maggiore < λατ. major, συγκρ. τού επιθ. magnus «μεγάλος»] … Dictionary of Greek
πάνδεινος — (I) ο ζωολ. γένος αραχνιδίων τής τάξης τών σκορπιών που ζουν στην τροπική Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα είναι ανώδυνο, αλλά δηλητηριώδες και κάποτε θανατηφόρο. (II) η, ο / πάνδεινος, ον, ΝΑ δεινός από κάθε άποψη, πάρα πολύ δεινός, πολύ… … Dictionary of Greek
τσίφτης — ο, θηλ. τσίφτισσα, Ν 1. (για πρόσ.) α) τέλειος, άψογος β) ευκίνητος, γρήγορος, καπάτσος («χτύπα τα πόδια τσίφτισσα, τσιγγάνα τουρκογύφτισσα», λαϊκό τραγούδι) 2. ζωολ. κοινή ονομασία τού γερακιού Μilvus migrans τής οικογένειας accipitridae.… … Dictionary of Greek
τυπάς — (I) άδος, ἡ, Α βλ. τυπάδα. (II) ο, Ν (ιδιωμ. τ.) 1. αυτός που έχει ύφος 2. καπάτσος, τσίφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. άς (πρβλ. γυναικ άς, φαφλατ άς)] … Dictionary of Greek
αθρόνιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν ενθρονίστηκε: Ο καινούριος βασιλιάς ήταν ακόμη αθρόνιαστος. 2. αυτός που δεν έχει καλά εγκατασταθεί κάπου: Καπάτσος όπως ήτανε, δεν έμεινε για πολύ αθρόνιαστος στην επιχείρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)